- σαρακοστεύω
- σαρακοστεύω βλ. πίν. 17
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σαρακοστεύω — Ν [Σαρακοστή] (αμτβ.) 1. τηρώ την Σαρακοστή, νηστεύω 2. (κατ επέκτ.) στερούμαι κάτι, ιδίως φαγώσιμο 3. μτφ. είμαι εγκρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαρακοστός με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ) κατά το σαράκοντα*] … Dictionary of Greek
σαρακοστεύω — νηστεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)